Αρκετοί γηγενείς εύχονταν «να τους είχε σφάξει όλους ο Κεμάλ», ενώ οι ίδιοι υποστήριζαν με πικρία πως «τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν, γιατί τους πολεμούσαμε»
Άκρως ρατσιστική ήταν η αντιμετώπιση που είχε η συντριπτική πλειοψηφία των περίπου 1.500.000 προσφύγων που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους του Κεμάλ Ατατούρκ, το 1922.
Τέτοιες μέρες πριν από 102 χρόνια, οι γηγενείς Έλληνες θα ενοχλούνταν σφόδρα από την έλευση τόσο πολλών εκδιωχθέντων από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου, με αποτέλεσμα οι βρισιές «τουρκόσποροι», «σκατοουγλούδες» και «παληοαούτηδες» να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη ακόμα και από τα κυβερνητικά όργανα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Βλάσης Αγτζίδης, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης – Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το κύμα απέχθειας θα κορυφωνόταν μάλιστα το 1923, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
225.000 πέθαναν την πρώτη περίοδο άφιξής τους λόγω των άθλιων συνθηκών
Μπορεί πάντως να λέμε ότι στην επικράτειά μας κατέφυγαν συνολικά εκείνη την εποχή περίπου 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Κιλικία, Πισιδία) και την Ανατολική Θράκη, ωστόσο σύμφωνα με έκθεση της αμερικανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης Near East Relief (NER) του Ιανουαρίου του 1924, από αυτούς είχαν χάσει τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες ζωής κατά την πρώτη περίοδο άφιξης στην Ελλάδα, περί τα 225.000 άτομα. Είναι άλλωστε γνωστή η απογραφή του 1928, η οποία θεωρείται και βάση υπολογισμού του προσφυγικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με αυτή, οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.221.849 άτομα. Στον αριθμό αυτό, βεβαίως, συμπεριλαμβάνονται και τα παιδιά των προσφύγων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έως τη στιγμή της απογραφής. Να σημειωθεί ότι ο γηγενής πληθυσμός ανερχόταν στα 5.000.000 άτομα περίπου.
Από το 1916 ήταν αρνητικό το κλίμα
Σύμφωνα με τον κ. Αγτζίδη, η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει εικόνα για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου πολύ πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και η εικόνα αυτή ήταν ήδη αρνητική, απ’ την εποχή του 1916, που από τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και από την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του ήδη διατελέσαντα πρωθυπουργού, Δημητρίου Γούναρη, και του μετέπειτα δικτάτορα, Ιωάννη Μεταξά, οργάνωναν πογκρόμ κατά των μικρασιατών προσφύγων του πρώτου διωγμού (1914-1918), ως βενιζελικών. Σε ψήφισμα της 21ης Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, αναφέρεται στο άρθρο 7 πως δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στους πρόσφυγες «να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών». Για τους φιλοβασιλικούς της εποχής, επρόκειτο για «ελληνόφωνους ξενόδουλους και ξενόπληκτους πρόσφυγες»
Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα, θα επιβεβαιωθεί πλήρως από τον γνωστό διπλωμάτη και εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό». Την ίδια περίοδο αρχίζει και η έλευση των προσφύγων από τον Πόντο και τον Καύκασο.
Οι πρώτες αφίξεις μετά τη σφαγή του 1922
Η ήττα του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία τον Αύγουστο του 1922 και η έλλειψη κάθε σχεδίου σωτηρίας του άμαχου πληθυσμού οδήγησαν σε μια ανθρωπιστική τραγωδία. «Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι (σ.σ. Τούρκοι) νικητές, η οποία εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής. Η ελλαδική κοινωνία ήταν εντελώς απροετοίμαστη για μια τέτοια εξέλιξη», γράφει ο καθηγητής κ. Αγτζίδης.
Ο αμερικανός διπλωμάτης, Χένρι Μοργκεντάου, που θα αναλάμβανε πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, περιγράφοντας την Αθήνα, όπου έως τότε ζούσε μια ράθυμη ζωή, αποτυπώνει την απρόσμενη αλλαγή της καθημερινής εικόνας: «Όλα αυτά άλλαξαν μονομιάς. Οι δρόμοι πλημύρισαν νέα πρόσωπα. Ο αέρας αντηχούσε από παράξενες ελληνικές διαλέκτους. Παράξενες αγροτικές ενδυμασίες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας τραβούσαν την προσοχή του διαβάτη. Τα πεζοδρόμια ήταν κατάμεστα […] Στους γυμνούς λόφους γύρω από την Αθήνα, που ήταν τώρα ψυχροί και αφιλόξενοι με τον χειμώνα να πλησιάζει, είχαν κατασκηνώσει δεκάδες χιλιάδες, λιγότερο τυχεροί, συνωστισμένοι σε σκηνές φτιαγμένες από λινάτσα ή σε καλύβες που είχαν κτιστεί από πεντογάλονους τενεκέδες της Στάνταρ Όιλ. Ορισμένοι που δεν μπόρεσαν να βρουν ούτε αυτά τα χονδροειδή υλικά, έσκαψαν απελπισμένοι στη γη και βρήκαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης στις σπηλιές.
»Στον Πειραιά, το επίνειο της Αθήνας, σε απόσταση έντεκα μιλίων από αυτήν, η ακτή είχε καταληφθεί από το άθλιο στρατόπεδο των άλλων προσφύγων […] Γυναίκες που τώρα περίμεναν στην ουρά επί ώρες να τους δοθεί μισή φραντζόλα ψωμί, ήταν σε θέση πριν από λίγες εβδομάδες να παραγγείλουν οποιαδήποτε λιχουδιά που μπορεί να τέρψει τον ανθρώπινο ουρανίσκο. Πολλές από αυτές έτρεμαν μέσα στα ράκη τους, ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν ντυμένες με παρισινά μοντέλα, και κουβαριάζονταν σε λασποκαλύβες, ενώ ήταν κυράδες πολυτελών μεγάρων. Τώρα βρίσκονταν όλες κάτω από το ίδιο καθεστώς, τη δημοκρατία της αθλιότητας».
Οι έντονες αντιδράσεις των ντόπιων
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης», ο αρχικός εκνευρισμός που ένιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας: «Η βρισιά “τουρκόσπορος” μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως “σκατοουγλούδες”, “παληοαούτηδες” κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα».
Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στον Βενιζέλο και βλαστήμιες: “Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στον λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους”».
Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα. Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί, δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τούς έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια».
Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Μια χαρακτηριστική καταγεγραμμένη προσφυγική μαρτυρία είναι η εξής: «Εδώ στην Ελλάδα […] τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και από την Τουρκία. Εδώ μας μισούσαν ακόμα περισσότερο και χωρίς να τους κάνουμε τίποτα. Τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν και μας πολεμούσαν και μεις το ίδιο τους κάναμε».
Στα λοιμοκαθαρτήρια πέθαιναν κατά εκατοντάδες
Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου», στην Κέρκυρα και αλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας».
Σε έκθεση της Κοινωνίας των Εθνών για την αποκατάσταση των προσφύγων αναφέρεται: «Στα λοιμοκαθαρτήρια πεθαίνουν κατά εκατοντάδες. Η δυσεντερία, ο τύφος έκαναν θραύση. Όλο τον χειμώνα του 1923 ο εξανθηματικός τύφος είχε εξαπλωθεί σε όλα σχεδόν τα λιμάνια και τις πόλεις στο εσωτερικό της Ελλάδος».
Καραντίνα στη Μακρόνησο
Η καραντίνα της Μακρονήσου είναι από τις πλέον άγνωστες σελίδες της προσφυγικής τραγωδίας στην Ελλάδα. Από τα μέσα του 1922 άρχισαν κατά χιλιάδες να αποβιβάζουν στη Μακρόνησο κυρίως πρόσφυγες από τον Πόντο, που μετά από ολιγόμηνη «περιποίηση – απολύμανση» προωθούνταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακρόνησο περιγράφει η γιατρός δρ Esther Lovejoy, πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών Αμερικανικών Νοσοκομείων: «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό, χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός στο πλοίο […] Κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με αυτούς».
Ένας πόντιος πρόσφυγας «Μακρονησιώτης» αποτυπώνει σε μια επιστολή στις 4-1-1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων».
Καθ’ όλη την πρώτη περίοδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ και το ποσοστό αυτοκτονιών. Εκτιμάται πως αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι προς μία γέννηση. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής που εγκαθίστανται στις πόλεις κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής.
«Προσφυγική αγέλη» τους χαρακτηρίζει ο εκδότης της Καθημερινής
Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή. Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του εκδότη Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα Καθημερινή, ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη».
Αποκαλυπτικό της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα». Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; […] Αλλά είναι Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ-, τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος».
Προτείνεται να φορούν κίτρινα περιβραχιόνια για να ξεχωρίζουν
Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, στην εφημερίδα του θα απαιτήσει το 1933 να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες, ενώ ο βουλευτής Σπετσών, Περικλής Μπούμπουλης, απόγονος της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμηοί από σας». Αφορμή δόθηκε από μια συζήτηση στη Βουλή, την εποχή που η βασιλική παράταξη είχε επιστρέψει στην εξουσία.
Οι πρόσφυγες βουλευτές κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι η πολιτική της ήταν αντιπροσφυγική. Στη σχετική συζήτηση, ο βενιζελικός Ηλ. Παπαδόπουλος είπε απευθυνόμενος προς την κυβέρνηση Τσαλδάρη: «Ενεκολπώθητε τους Εβραίους και διώχνετε τους πρόσφυγας». Τότε ο αντιβενιζελικός βουλευτής Σπετσών, Περικλής Μπούμπουλης, δεν δίστασε να πει στους πρόσφυγες βουλευτές, για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης: «Είναι πιο Ρωμηοί από σας!».
Αυτονόμηση της Μακεδονίας και εκδίωξη των προσφύγων σε συνεννόηση με Τούρκους
Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική Μακεδονική Ένωση του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από τον χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η Μακεδονική Ένωση θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στη Μακεδονία. Ο Γκοτζαμάνης, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, είχε διακριθεί για την ακραία του αντιπροσφυγική συμπεριφορά αμέσως μετά την άφιξη των προσφύγων.
Σε μια ανταπόκριση της εποχής από τα Γιαννιτσά γράφτηκε: «Κατά το 1922 ο κ. Γκοτζαμάνης, βουλευτής τότε, συμμαχήσας με τον Τούρκον συνάδελφόν του Χασάν μπέην κατώρθωσε να επιτύχη την βιαίαν έξωσιν εκ του Συνοικισμού Επισκοπής διακοσίων οικογενειών Καυκασίων προσφύγων, των οποίων τας γαίας ήθελον να καταλάβουν διάφοροι Τούρκοι. Η έξωσις των ατυχών προσφύγων εγένετο κατά μήνα Δεκέμβριον, αι δε οικογένειαί των μεταφερθείσαι εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Βερτεκόπ παρέμεινον επί δίμηνον εντός των βαγονίων όπου οι περισσότεροι απέθανον εξ ασιτίας και ψύξεως».
Πυρπολήσεις των οικισμών από «αντιβενιζελικούς μπράβους»
Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει».
Αρνητική αντιμετώπιση και από βενιζελικούς
Πάντως, όσον αφορά την αντιμετώπιση των προσφύγων, υπήρξαν περιπτώσεις αρνητικής συμπεριφοράς και από βενιζελικούς. Όπως για παράδειγμα από τον βουλευτή Κοζάνης, Κουπαρούσο, ο οποίος σε ανακοίνωση τον Αύγουστο του 1924 γράφει μεταξύ άλλων ότι αν δεν συμμορφωθούν «οι πρόσφυγες, θα λάβουν την προς την Βραζιλίαν άγουσαν».
Κοινωνικές αντιδράσεις προς την εγκατάσταση των προσφύγων θα εμφανιστούν και σε βενιζελικές περιοχές, όπως στην Κρήτη. Ενώ στην πρώτη φάση άφιξης των προσφύγων θα υπάρξει ανθρωπιστική αλληλεγγύη, στη συνέχεια θα ακολουθήσουν ο φόβος και η άρνηση. Οι αιτίες εντοπίζονται στην πεποίθηση ότι θα υπήρχαν μόνιμες οικονομικές συνέπειες εις βάρος του γηγενούς πληθυσμού, αλλά και στην αίσθηση απειλής στο πολιτισμικό πεδίο. Η αντίδραση σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, θα λάβει και εκεί επιθετικά χαρακτηριστικά προς τους πρόσφυγες.
Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress